Η κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα του Νότου, Αμάνγκρα, ήταν, για ακόμα ένα δειλινό, διχασμένη ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Ενώ οι απόμακροι ορίζοντες των οροσειρών της έστεκαν βουβές κι αλύγιστες, σαν φαντάσματα-επόπτες μιας ξεχασμένης νυχτιάς, ο οικισμός που απλωνόταν εμπρός τους θύμιζε γαλήνιο λιβάδι, που φιλτράριζε το φως του ήλιου μέσα απ’τις χρωματικές πανδαισίες των αρμονικά κατανεμημένων λουλουδιών του. Μα, με μια πιο κοντική ματιά, η ξακουστή πρωτεύουσα, δεν μπορούσε να κρύψει την αληθινή της ταυτότητα. Εκείνη της εγρήγορσης. Αποτελούσε τον πειθήνιο αρχηγό της ηπείρου, το φρουρό εκείνο που κρατούσε όλες τις υπόλοιπες ενδοχώρες σε μια σταθερή σύγχυση καθηκόντων και επαγρύπνησης. Παρά τη λαοθάλασσα από ταξιδευτές ή εμπόρους που επικρατούσε σε κάθε σημείο της αγοράς, στα σοκάκια και τις πλατείες, οι αφέντες της Αμάνγκρα τηρούσαν ένα οργανωμένο θαυμαστό σύστημα κανόνων και τάξης, τόσο δεξιοτεχνικά εφαρμοσμένο, που δεν θα μπορούσε να κλυδωνιστεί εύκολα. Αιώνες τώρα, το μεγαλείο του Νότου, της χώρας της πνευματικής εξέλιξης και ευμάρειας, στηριζόταν σε ένα είδος επιτηδευμένου κώδικα οικοδόμησης, που θύμιζε τη γοητευτική τέχνη της αράχνης. Νωχελικές κινήσεις ρυθμισμένες από ένα ταχύ σχέδιο ανόδου. Πίσω απ’την ουτοπική ελευθερία που χάριζε, ο εκλεκτικός τρόπος χειραγώγησης και ελέγχου αποτελούσαν αναπόσπαστο παράγοντα της κυριαρχίας της.
Πίσω απ’τα φιλντισένια χρώματα και την αρμονική ατμόσφαιρα της πόλης, ανάμεσα στα ζοφερά ανοίγματα των βουνών που έχασκαν και τύλιγαν τους βράχους σαν κορδέλες του θανάτου, καραδοκούσε ένα θεόρατο κάστρο. Ήταν χτισμένο σε μια απόκρημνη κορυφή πάνω στους ανεμοδασμένους πρόποδες. Περιτριγυριζόταν από πέτρινους πυργίσκους, ενώ οι πυκνές συστάδες των δέντρων του βουνού δεν άφηναν τη λάμψη της πόλης και του ήλιου να τρυπώσουν στη δική του σκιώδη επικράτεια.
Τούτο το κάστρο, με τις στοιχειωμένες πτέρυγες, τα καταχθόνια μπουντρούμια και τις υπόγειες στοές, αποτελούσε ένα αίνιγμα για τους περίεργους περιπλανητές που τολμούσαν κάθε τόσο να σκαρφαλώσουν στους λόφους γύρω απ’το απόρθητο οχυρό. Υπήρχε η φήμη πως γύρω από το κάστρο δεν υπήρχαν ασφαλείς τρόποι πρόσβασης και πως, μόνο η σκοτεινή διάνοια που ζούσε εκεί μαζί με τα δαιμόνια που την υπηρετούσαν, είχε τις δυνάμεις να προσεγγίσει την ακατανόητη αρχιτεκτονική του.
Δεκάδες χρόνια πριν, όταν η μυστήρια αντρική φιγούρα με το αθέατο πρόσωπο και τις απίστευτες πνευματικές δυνάμεις είχε καταφθάσει στην πόλη, τρομάζοντας κατοίκους και βασιλείς με την καταστροφική της φύση, ο ίδιος ο λαός την εκλιπαρούσε συνεχώς να αποσυρθεί σε μια γη που θα της παραχωρούσαν ως σπίτι. Εκείνοι πίστεψαν πως η προσφορά τους θα αποτελούσε μια δίκαιη ανταλλαγή, ένα συμβολικό σφράγισμα της συμφωνίας μιας εύθραυστης ειρηνικής συμβίωσης, που με τον καιρό είχαν ξεχάσει πως μπορούσε να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή. Κανείς δεν γνώριζε αν ο μάγος ζούσε πια. Δεν είχε ειδωθεί για πολλά χρόνια τώρα να τριγυρνά στους δρόμους της πόλης. Ίσως να έστελνε τους βοηθούς του για τις καθημερινές του προμήθειες. Μόνο οι παλιοί θυμούνταν, κι έτρεμαν στη σκέψη μιας πιθανής επανεμφάνισης των εξωπραγματικών δυνάμεων του αδιάλλακτου δαίμονα. Ο Βάλντορακ ήταν ένας καταστροφικός επιδρομέας. Και δεν ξεχνούσε. Κάθε παροντική στιγμή φούντωνε ακόμα περισσότερο τις αναμνήσεις του. Είχε ορκιστεί στη συνείδηση του πως θα έστελνε κάθε μίασμα και ψεγάδι του ανθρώπινου είδους στην αιώνια πυρά της κόλασης. Κάθε φορά, απελπισμένοι βασιλείς και απεχθείς εξουσιαστές, τον εξόριζαν στη γη της σκιάς από φόβο, απελπισία κι εγωκεντρισμό. Δεν είχαν μάθει τι θα πει πόνος, θυσία, ελευθερία κι αγάπη. Δεν είχαν μυηθεί στον επίπονο ταξίδι ανάπτυξης της αντίληψης με το οποίο προίκιζε η ζωή τα παιδιά της. Δεν γνώριζαν τι θα πει Μαγεία. Είχαν μάθει να δέχονται μονάχα ένα είδος ομορφιάς. Εκείνο που τους κρατούσε δέσμιους της δυστυχίας τους. Απέρριπταν την θαυματουργή φύση τους από έλλειψη θάρρους ή βιωματικής γνώσης, επιτρέποντας το πνεύμα τους να γίνεται έρμαιο των δαιμόνων του. Ονόμασαν θεούς τα πάθη τους και υπηρέτησαν τη σκιά τους. Πόσο αξιοθρήνητοι ήταν. Ούτε ο θάνατος τους άξιζε.
Για μια ακόμη φορά, τα βήματα του μάγου τον οδήγησαν σε μια νέα ηλιοφώτιστη πατρίδα. Για μια ακόμη φορά, οι άνθρωποι δεν γνώριζαν πως η αποδοκιμασία με την οποία τον είχαν αντιμετωπίσει καθώς και η άδικη εκδίωξη του έξω απ’τον κλοιό της πλασματικής τους κοινωνίας, ήταν η αφορμή ακριβώς που εκείνος περίμενε για να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο καταδίκης τους.
Κάθε φορά δεχόταν να απομονωθεί στη γη της λήθης, έξω απ’τη γιορτή του κόσμου, για ένα και μονάχα λόγο. Για να ενδυναμώσει τα χαρίσματα του. Δεν πίστευε στους ανθρώπους πια, όπως τότε στην μακρινή αρχή των μαθητικών περιπλανήσεων του. Όπως τότε, που είχε εξελιχθεί σε αλχημιστής και κυρίαρχος του εαυτού του, και ενώ η μοίρα του διαγραφόταν μοναχική και εξαντλητική εκείνος πίστευε στην δύναμη της αγάπης ακράδαντα, αγνά, αληθινά, αβίαστα. Ένιωθε πλήρης. Μα τώρα, που δεν είχε άλλη αγάπη να δώσει και τα συναισθήματα είχαν στερέψει, ένιωθε πιο πλήρης και ευγνώμων από ποτέ. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Τούτη η κενή γαλήνη τον εκστασίαζε. Κι αν υπήρχαν στιγμές που αναλογιζόταν πως τούτη η ολοκλήρωση που τον κατέκλυζε ήταν ανούσια, καθώς δεν μπορούσε να τη μοιραστεί ή να τη μεταβιβάσει, βύθιζε την αποκλίνουσα σκέψη στο κενό. Γνώριζε πως η κάθε επέμβαση στη ροή της ζωής είχε το τίμημα της. Αν η μεγαλύτερη κατάρα του ήταν να μείνει μόνος, δεν μπορούσε να πει αν αυτό τον πονούσε ή αν σφυρηλατούσε κι άλλο την ακόρεστη δίψα του για έκφραση όλων των έμφυτων αξιών που υπηρετούσε.
Είχε αφομοιώσει τον πόνο στη φύση του. Πάντα πίστευε πως η μοίρα επιβράβευε με αθάνατη ευτυχία εκείνους που επέλεγαν να είναι θεοί του εαυτού τους. Μα εκείνους που δεν ικανοποιούνταν και έχριζαν τους εαυτούς τους, θεούς και των υπολοίπων δημιουργών, καθορίζοντας έτσι την κατεύθυνση μιας συλλογικής μοίρας, τους τιμωρούσε με το κυνηγητό μιας άπιαστης ευτυχίας. Έναν άρρωστο εθισμό στην αταξία. Με τις συνεχείς, αναπόφευκτες θυσίες που έσπερναν και βίωναν, παγιδεύονταν στην ψευδαίσθηση της ματαιότητας.
Οι θετοί γονείς του Βάλντορακ του είχαν δώσει το όνομα Αλντέιρ, που σήμαινε απεσταλμένος. Ο Αλντέιρ για εκείνους, ήταν το μικρό θαύμα που είχε κατορθώσει να αναζωπυρώσει την αγάπη τους. Ένα πρωί, μόλις που είχε προλάβει να ανατείλει ο ήλιος, οι ιπποκόμοι του παλατιού τον εντόπισαν στη δασική έκταση λίγο παραδίπλα απ’τους στάβλους με τα άλογα, μουσκεμένο και τυλιγμένο σε λευκά σεντόνια μέσα σε ένα μικρό καλάθι. Μα εκείνο που τους έκανε περισσότερο εντύπωση δεν ήταν η κατάσταση στην οποία βρισκόταν το νεογέννητο αλλά ούτε και το πως είχε βρεθεί εκεί. Ήταν τα μάτια του, που ενώ ήταν καστανά σαν φθινοπωρινά φύλλα, καθρέφτιζαν τη διαύγεια του ουρανού. Η απαράμιλλη ομορφιά κι η αγνότητα που εξέπεμπε δεν άργησε να το συμπεριλάβει στην αγκαλιά της υπόλοιπης οικογένειας. Ο Αλντέιρ είχε άλλα δύο μεγαλύτερα αδέρφια που ποτέ τους δεν τον συμπάθησαν, ούτε τον αποδέχτηκαν σαν γνήσιο μέλος της οικογένειας. Πάντα θεωρούσαν πως έκρυβε κάτι σκοτεινό πίσω απ’το πέπλο γοήτρου και θαυμασμού που τον κάλυπτε. Ο ίδιος ο Αλντέιρ ήταν ταπεινός και αισθαντικός άνθρωπος, με οξεία αντίληψη, συναίσθηση και σωματική δύναμη. Ήταν η ζωντανή απόδειξη του τέλειου ανθρώπου. Παρά τη ζηλευτή εξυπνάδα και σοφία που τον χαρακτήριζε, καθώς και την υψηλή νοημοσύνη με τη βοήθεια της οποίας τελειοποιούσε απίστευτα γρήγορα τις τέχνες με τις οποίες καταπιανόταν, ποτέ του δεν επιθύμησε να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής. Το αντίθετο μάλιστα. Πάντοτε, επέλεγε να ωθεί τους άλλους στη σαγήνη της δόξας και της επιδοκιμασίας, κρατώντας τον εαυτό του στη σκιά των κατορθωμάτων του. Κι αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό που τραβούσε ακόμα πιο πολύ την περιέργεια των ανίδεων.
Από μικρή ηλικία επέλεξε το δρόμο του πολεμιστή, τη χρήση των όπλων και των σωματικών δυνατοτήτων, διότι ένιωθε πως απ’όλες τις αρχές και γνώσεις που είχε διδαχθεί, η πολεμική ιδιότητα ήταν εκείνη που τον εξέφραζε περισσότερο. Παρέλειπε ανελλιπώς να δίνει την απαιτούμενη σημασία στις ψυχικές του δυνάμεις που εμφανίζονταν πότε πότε, παρατείνοντας έτσι την αγωνία του μήπως αποκαλυφθεί και καταδικαστεί σε θάνατο. Ζούσε σε μια κοινωνία που έτρεμε το άγνωστο, πόσο μάλλον το ισχυρότερο, κι αυτό φρόντιζε να το υπενθυμίζει πάντα στον ατίθασο εαυτό του. Αγνοούσε το γεγονός πως, όσο πιο πολύ αδιαφορούσε για τη μαγεία που κυλούσε στο αίμα του, τόσο περισσότερο ήταν που της επέτρεπε να καταστρώνει με άνεση τα άγρια σχέδια της, στο παρασκήνιο του εσωτερικού του κόσμου.
Όταν έγινε άντρας πια, ορίστηκε αρχηγός της βασιλικής φρουράς και διοικητής της στρατιωτικής δύναμης της χώρας. Μετά από πολλά χρόνια, μια χειμωνιάτικη νυχτιά στο πεδίο της μάχης, που ο ουρανός ανέβλυζε αστραφτερά χρώματα στον ομιχλώδη ορίζοντα, κι όταν είχαν ήδη ξεκίνησει οι λεηλασίες στα εδάφη των νότιων από νομαδικές φυλές του βορρά, οι δυνάμεις του μάγου ήρθαν στο φως απρόσκλητες και λυσσαλέες. Ο πόλεμος είχε σχεδόν χαθεί. Η παραμονή της τελειωτικής σύγκρουσης ήταν ανυπόφορη, ο αέρας απελπιστικά σιωπηλός και πνιγηρός και οι τραχιές φωνές των εχθρών αντηχούσαν ακόμα πιο απόκοσμες στις σκυθρωπές πλαγιές και πάνω στο ατσάλι των εκπεσόντων αντρών του πεζικού. Ο Αλντέιρ παρατηρούσε ανήσυχα τριγύρω. Περίμενε από λεπτό σε λεπτό τους εχθρούς, που τους είχαν παγιδεύσει στο πιο επικίνδυνο σημείο της πλαγιάς, να ορμήσουν με λύσσα καταπάνω τους, με τα ατημέλητα μαλλιά, τα βαμμένα τους πρόσωπα και την ορεσίβια ενδυμασία τους να χρωματίζει πένθιμα την άγονη γκρίζα γη που τους περιέβαλλε. Οι εναπομείναντες σύντροφοι του ένιωθαν τόσο ταλαιπωρημένοι κι αποθαρρυμένοι, πιόνια του παιχνιδιού στρατηγικής κατατρόπωσης των εχθρών τους, που παρακαλούσαν τον άγγελο του θάνατο να έρθει να σβήσει τη ζωή απ’τα σπλάχνα τους. Ο Αλντέιρ δεν άντεχε στη σκέψη να είναι έρμαιο εξωτερικών παραγόντων, ή να στέκει αμέτοχος κι ανήμπορος να αλλάξει τα δεδομένα προς όφελος δικό του ή των ανθρώπων που προστάτευε με την αγάπη του. Η τήρηση του προσωπικού του κώδικα αδελφοσύνης και προσφοράς βοήθειας, ήταν μια μάχη που δεν έμαθε να χάνει ποτέ.
Τώρα, τα πάντα του υπενθύμιζαν συνεχώς πως είχε βρεθεί σε αδιέξοδο και πως όλα είχαν τελειώσει. Δεν θυμάται νε είχε νιώσει ποτέ την καρδιά του να ματώνει τόσο έντονα ξανά. Έσφιξε τα χείλη και τις γροθιές με νεύρο. Έκλεισε τα βλέφαρα, προσπάθησε να νιώσει ελαφρύς και λεπτοφυής σαν τον άνεμο και όταν μετά από λίγες στιγμές το κατάφερε, παρακάλεσε με πυγμή τους θεούς να υπακούσουν στο δίκαιο θέλημα του. Έπειτα τα μηνίγγια του άρχισαν να σφυροκοπούν αδιάκοπα προκαλώντας του ζάλη, και αισθάνθηκε το σώμα του να φλέγεται από κάτω προς τα πάνω. Οι μόνες στιγμές που είχαν μείνει αποτυπωμένες στις αναμνήσεις του μετά από εκείνο το μακελειό στους λόφους του Έλθαντιν, ήταν τα κροταλίσματα απ’τις ματωμένες μεταλλικές λεπίδες, οι ορμητικές σφαγές των αντρών από κάθε παράταξη, οι ραγισμένες κατάρες και κραυγές που πάσχιζαν να ξυπνήσουν το κουράγιο, ο θρήνος απ’τα θροίσματα του ανέμου πάνω στο ξερό γρασίδι…Και το πιο παράδοξο! Τις γλώσσες φωτιάς να ξεπηδούν απ’το λυκόφως σαν χρυσά δόρατα και να προσγειώνονται θανάσιμα πάνω στα στήθη των εχθρών, βαριά και κοφτερά, σαν βροχή από καυτό χαλάζι. Οι σύντροφοι του, πέταξαν τρομαγμένοι τα όπλα τους στο έδαφος κι άρχισαν να τρέχουν αλαφιασμένοι προς κάθε κατεύθυνση του χάους που επικρατούσε. Οι περισσότεροι εχθροί καίγονταν ζωντανοί ουρλιάζοντας, κι όσοι δεν είχαν τρυπηθεί ακόμη απ’τις φλεγόμενες ουράνιες λεπίδες σωριάζονταν στο έδαφος παρακαλώντας τους παγανιστικούς θεούς τους για λύτρωση απ’το δαιμονικό πλάσμα του τρόμου που είχε εμφανιστεί απρόσμενα, κατασπαράζοντας τα πάντα. Τούτος εδώ, ο φλεγόμενος βασιλιάς που αιωρούνταν μέσα στον μεγαλοπρεπή αιθερικό του ήλιο, εξαπολύοντας τις αχτίδες του στα παιδιά των ανθρώπων, ήταν ο κακορίζικος δαίμονας του Βορρά. Ένιωθε το αίμα του να απλώνεται και να γίνεται ένα με τη φωτιά. Τώρα πια το θυμόταν πεντακάθαρα. Αγαλλίαση, ευφορία, έκσταση, δύναμη. Κάθε του κύτταρο παλλόταν, λες κι είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της απόλαυσης μιας δίψας που είχε αδίκως απωθηθεί για πολύ καιρό. Η ανέκφραστη ματιά του θύμιζε κεχριμπαρένιες κόρες αρπακτικού. Είχε εκφυλιστεί όλη η καλοσύνη που εξέπεμπε. Σκότωνε με το καυτό της άγγιγμα. Αυστηρά. Επιβλητικά. Ανελέητα. Δίκαια.
Μετά απ’αυτό το περιστατικό, ο Αλντέιρ, έχασε μεγάλα αποθέματα της ενέργειας του με αποτέλεσμα να σωριαστεί αναίσθητος στο έδαφος. Βρέθηκε τις επόμενες μέρες απ’τους εχθρούς του, να περιπλανάται αδύναμος στο δάσος. Αιχμαλωτίστηκε δίχως την παραμικρή αντίσταση, κι ύστερα οδηγήθηκε ως κρατούμενος στην άγνωστη, μικρή πόλη της νομαδικής φυλής στα βουνά. Οπως αποδείχθηκε αργότερα ήταν μια δημιουργική κι ευφυής φυλή που ζούσε σε αρμονία με τη φύση και την ειρηνική πλευρά της ανθρώπινης δύναμης. Αντί να θανατωθεί ή να βασανιστεί όπως περίμενε, συνέβη κάτι πέρα απ’τα όρια της λογικής. Οι υπήκοοι της πόλης τον υποδέχτηκαν με δέος και τον οδήγησαν στον ιερό σαμάνο της φυλής τους. Εκεί, ο Αλντέιρ έμαθε να χειρίζεται τις δυνάμεις του. Εκεί γνώρισε τον εαυτό του και δοκίμασε τη σοφία του. Εκεί, εκτιμήθηκε για τη μοναδικότητα, τη γνησιότητα και το ακέραιο της προσωπικότητας του. Εκεί ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του αποδεκτός και ευτυχισμένος.
Ένα μονάχα στενάχωρο ψεγάδι είχε εντοπίσει στην περίπλοκη φύση του άντρα, ο τυφλός γεροσαμάνος. Τούτη η αξιοθαύμαστη, εκκεντρική ανθρώπινη δημιουργία, κουβαλούσε μέσα της την κατάρα του διχασμού. Πρώτη φορά στη ζωή του συναντούσε κάτι τέτοιο. Ενώ είχε μέσα του, τα δύο τέλεια αντίθετα κομμάτια μιας θαυματουργής ένωσης που θα τον έχριζε θεάνθρωπο, προοριζόταν να μη βιώσει ποτέ το συναίσθημα της ολοκλήρωσης. Ο Αλντέιρ αποτελούσε το άλλο μισό του εαυτού του, διότι ήταν ένα μαγεμένο παιδί. Εκείνος δεν θα έβρισκε ποτέ το άλλο του μισό, ένα μισό, που οι άνθρωποι προορίζονταν να γνωρίσουν σε έναν άλλον άνθρωπο. Υπήρχε μια ελπίδα. Αλλά ήταν απίθανη. Αν κάποτε συναντούσε, που θα μοιραζόταν τη φύση του, τότε μόνο η κατάρα θα διαλυόταν. Αυτό του είχε πει ο γηραιός δάσκαλος. Μα γνώριζε πως αυτό ήταν ανέφικτο. Εκείνος, ήταν το τελευταίο Ντοχανάρ και απ’όσο του είχαν εκμυστηρευτεί μέσω οραμάτων οι πρόγονοι του, του Βορρά, κανένα άλλο δεν είχε επιβιώσει. Είχε θυμηθεί τα πάντα για τη φύση του πια. Θυμόταν ακόμα και τη γέφυρα του κεραυνού που τον είχε μεταφέρει μέσα απ’τα άστρα, στον νέο κόσμο του Νότου. Ήταν το μοναδικό Ντοχανάρ. Κι αυτό ήταν το μόνο γεγονός για το οποίο μπορούσε να είναι τόσο σίγουρος.
Από δω και στο εξής, ο Αλντέιρ θα ένιωθε πως φιλοξενούσε δύο συνειδήσεις στο μυαλό του, δύο ρυθμούς στα χτυποκάρδια του. Δύο αρχέγονες, αντίθετες δυνάμεις, τις οποίες δεν θα μπορούσε ποτέ να ενώσει και να χειριστεί με πλήρη αρμονία. Ήταν η αγάπη και το μίσος. Ο Άλντειρ θα εξελισσόταν στον πιο σκληρό γητευτή, στον πιο χαιρέκακο άνθρωπο πάνω στη γη. Μα ταυτόχρονα, θα αποτελούσε την πιο αγνή ελπίδα, το πιο καθάριο όραμα που υπήρξε ποτέ, τη σπίθα του ατόφιου φωτός, σε όποιον άπλωνε την εμπνευσμένη, θεραπευτική του αγάπη.
Για χρόνια, τα ίδια του τα αδέρφια τον καταδίωκαν με ανεξάντλητη αφοσίωση, μα δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν ποτέ. Κι ούτε επρόκειτο. Ήταν βέβαιος πως στην αρχή, είχαν σκοπό να τον ξεμπροστιάσουν και να τον συνθλίψουν ενώπιον του λαού. Μα τώρα, ένιωθε πως οι πόλεμοι είχαν κατακρεουργήσει το κράτος, και χρειάζονταν τις αποκρυφιστικές του δυνάμεις για το συμφέρον τους. Είχαν ανάγκη αυτό που κάποτε καταπολεμούσαν. Πόσο γελοίο.
Τους παρατηρούσε μέσα απ’το σκοτεινή κουκούλα του μανδύα του, να διαγράφονται πεντακάθαρα στον υαλοπίνακα με το μαύρο επίχρισμα του κυκλικού επιδαπέδιου καθρέφτη του από γαγάτη, που χρησιμοποιούσε για την ενατένιση του. Στέκονταν γύρω από ένα τραπέζι με τους υπόλοιπους αφεντάδες της χώρας και διαφωνούσαν με ένταση για το που μπορεί να έχει καταφύγει ο ύπουλος αδελφός τους. Σε τέτοιους ηλίθιους κι ανήθικους ανθρώπους θα έκανε χρήση μονάχα της κακόβουλης μαγείας. Κανένα έλεος. Κανένας δισταγμός. Χαμογέλασε μοχθηρά και βημάτισε προς τον κυκλικό εξώστη ενός απ’τους πύργους αφήνοντας τις αισθήσεις του να κυλίσουν στο χάδι της απαλής αύρας. Πόσο του άρεσε να παρατηρεί τον κόσμο από ψηλά. Ένιωθε ένας μικρός θεός που αντίκρυζε τον εσωτερικό του κόσμο αποτυπωμένο στη δημιουργία. Ήταν η αρχή της άνοιξης και οι μυρωδιές της παρθένας φύσης αναγεννούσαν τη μαγεία της ατμόσφαιρας. Εισέπνευσε αργά απολαμβάνοντας το δροσερό οξυγόνο. Έβρισκε τη διαδικασία απόσυρσης του ήλιου και τη στιγμιαία αντάμωση του με τη σελήνη, άκρως ερωτική, ευλαβική και τελετουργική. Όταν παρατηρούσε τον έναστρο ουράνιο θόλο, ήταν απ’τις σπάνιες φορές που αισθανόταν αγνός κι ανέγγιχτος απ’τη σκληρότητα που διαπότιζε τη ραχοκοκκαλιά του κόσμου. Άλλοτε πάλι, όταν φούντωνε από οργή, ήταν ικανός μέχρι και να ξεριζώσει τα βουνά για να τα πετάξει στα κεφάλια των εχθρών του. Ντρεπόταν για τον αφύσικο διχασμό που τον αιφνιδίαζε, ο έλεγχος του οποίου ήταν πέρα για πέρα απ’τις δυνάμεις του. Ήταν στιγμές που αισθανόταν πως ζούσαν δύο ψυχές στο ίδιο κορμί. Είχε προσπαθήσει αμέτρητες φορές να επιβάλλει ο ίδιος τη δύναμη του επάνω τους, μα δεν τα κατάφερε. Στο τέλος, κατάλαβε πως έτσι είχαν τα πράγματα και αποδέχτηκε απρόθυμα την κατάσταση.
Όταν ήταν μικρός, θυμόταν τον εαυτό του να ξεγλιστρά απ’τα μαθήματα, και να βρίσκει καταφύγιο σε ένα απ’τα μυριάδες βιβλία της βιβλιοθήκης στην έπαυλη των ευγενών γονέων του. Τι ωραία που ένιωθε τότε. Μικρός, ανέμελος, μα με γιγαντιαία καρδιά που ούτε ολόκληρος ο ουρανός δεν μπορούσε να τη χωρέσει. Τώρα, την είχε συρρικνώσει η σκιά. Κι αυτό δεν ήθελε να το φέρνει και πολύ στο νου τελευταία. Ήταν αυτό που ήταν. Ας μην ερέθιζε τη σκιά, ακόμα και στις απλές, γαλήνιες στιγμές της μοναξιάς του. Στη μνήμη του είχε κρατήσει μόνο τις χαρούμενες στιγμές από την πρώτη του πατρίδα, καθώς και απ’όλη του τη ζωή. Αν ήταν να αφυπνιστεί το τέρας απ’τους πυθμένες των εσωτερικών του θαλασσών, ας μη συνέβαινε δίχως σκοπό, δίχως κίνητρο. Ας τις φύλαγε για την τελική καταστροφή, που δεν θα αργούσε. Τις στιγμές που ένιωθε ένα με το νόημα της ζωής, δεν έπρεπε να της ραγίζει ποτέ. ‘Ηξερε πως δεν είχε νόημα να προσπαθεί να επιδράσει με τη θέληση του επάνω στην κυκλοθυμική ψυχοσύνθεση του εαυτού του. Μα δεν θα τα παρατούσε ποτέ, ακόμα κι αν δεν είχε κανένα αποτέλεσμα η προσπάθεια του.
Brunuh Ville – Falls Of Glory